-
1 ἑδραῖος
A sitting, sedentary, of persons or their occupations,ἔργον Hp.Art.53
; ; ἑ. ἀρχαί, opp. στρατεῖαι, Pl. R. 407b;ἑ. βίος AP11.42
(Crin.).II steady, steadfast,κάθησ' ἑδραία Id.Andr. 266
;δεῖ τὴν γυναῖκα ὥσπερ κύβον ἑδραῖον εἶναι Plu.2.288d
, cf.952d;κύβος -ότατον σῶμα Ti.Locr.98c
;ἑ. βάσεις Pl.Ti. 59d
;ἑδραιότατον στοιχεῖον εἶναι τὴν γῆν Heraclit.All.41
;ὂν τὸ πάντων -ότατον Plot.6.2.8
; ἑ. ὕπνος sound sleep, Hp.Epid.6.4.15; of a cup, Ath.11.496a: metaph. in Rhet., firmly based,κατάληξις Demetr.Eloc.19
, cf. Longin.40.4. Adv. - αίως firmly, Ath.Mech.36.10, Hdn.3.14.5; steadily, Procl.Hyp.3.21.2 permanently appointed, PStrassb.40.11 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδραῖος
См. также в других словарях:
εδραίος — α, ο (AM ἑδραῑος, α, ον και ἑδραῑος, ον) ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο») αρχ. 1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί… … Dictionary of Greek